- συντηρούμενος
- συντηρέωkeeppres part mp masc nom sg (attic epic doric)συντηρέωkeeppres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
Αφθονίδης — Επώνυμο δύο λογίων του του 19ου αι. 1. Γερμανός (1823 1895). Λόγιος και καλόγερος από την Κωνσταντινούπολη. Έζησε, κατά την παιδική του ηλικία, σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Ξηρολίμνη. Ύστερα από ένα μικρό … Dictionary of Greek